- κλωθοειδής
- -έςφρ. «κλωθοειδής καμπύλη»τεχνολ. καμπύλη προοδευτικής σύνδεσης μιας ευθύγραμμης διαδρομής με μια άλλη κυκλική διαδρομή, καμπύλη η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι, αν διατρέχεται με σταθερή ταχύτητα, η γωνία κλίσης τών τροχών τού οχήματος - ή η καμπυλότητα τής τροχιάς - αυξάνεται με σταθερό ρυθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clothoide < clotho- (πρβλ. κλώθω) + -ide (πρβλ. -ειδής < εἶδος)].
Dictionary of Greek. 2013.